σπουδάρχης

σπουδάρχης
σπουδ-άρχης, , einer der sich zu Staatsämtern, Ehrenstellen u. dgl. heftig zudrängt, sie immer führen will

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σπουδάρχης — ὁ, ΜΑ μσν. αυτός που αρχίζει κάτι με ζήλο και προθυμία αρχ. αυτός που επιδιώκει με κάθε μέσο να καταλάβει μια επίσημη θέση, ένα αξίωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδή + άρχης* (< ἄρχω)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδάρχαι — σπουδάρχης one who is eager for offices of state masc nom/voc pl σπουδάρχᾱͅ , σπουδάρχης one who is eager for offices of state masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδάρχαις — σπουδάρχης one who is eager for offices of state masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπουδαρχίας — ὁ, Α σπουδάρχης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίας (πρβλ. πραγματ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχίδης — ὁ, ΜΑ 1. ο γιος εκείνου που αγωνίζεται να καταλάβει αξιώματα, δημόσιες θέσεις, ο μικρός θεσιθήρας («πολίτης χρηστός, οὐ σπουδαρχίδης», Αριστοφ.) 2. ο σπουδάρχης*, ο θεσιθήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + επίθημα ίδης (πρβλ. μισθαρχ ίδης)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχία — ἡ, Α [σπουδάρχης] σφοδρή επιθυμία για την κατάληψη δημόσιου αξιώματος, θεσιθηρία …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχιώ — άω, Α σπουδαρχῶ.* [ΕΤΥΜΟΛ. < σπουδάρχης + κατάλ. ιῶ (πρβλ. φιλαρχ ιῶ)] …   Dictionary of Greek

  • σπουδαρχώ — έω, ΜΑ [σπουδάρχης] προσπαθώ με κάθε μέσον να καταλάβω μια θέση, μια αρχή, ένα αξίωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”